âgée - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

âgée - translation to γαλλικά

Джеймс Эйджи; Джеймс Руфус Эйджи; Эйджи, Джеймс Руфус; James Rufus Agee; James Agee

âgée      
âgée
{ adj } ({ fém } от âgé)
пожилой      
âgé
âgé      
âgé
{ adj } ({ fém } - âgée)
1) пожилой
(très) âgé — престарелый
2) имеющий определенный возраст
le plus [le moins] âgé de... — старший [младший] из...
âgé de vingt ans — двадцати лет, двадцатилетний

Βικιπαίδεια

Эйджи, Джеймс

Джеймс Ру́фус Э́йджи (англ. James Rufus Agee; 27 ноября 1909, Ноксвилл — 16 мая 1955, Нью-Йорк) — американский писатель, поэт, сценарист и журналист.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για âgée
1. Juliette, plus âgée que lui, le découvre, cest lamour...
2. ", nous lance une autre détenue, âgée dune trentaine dannées.
3. A titre de précaution, les deux otages, l‘ex–belle–mère du forcené âgée de 47 ans et l‘une de ses filles âgée de 24 ans, ont été transportées à l‘hôpital pour être placées en observation.
4. Puis c‘est le tour d‘une personne âgée avec son chariot de courses.
5. Son lecteur type est une lectrice, âgée de 22 ŕ 30 ans.